Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παίζω πρόσωπο

  • 1 πρόσωπο(ν)

    τό
    1) лицо;

    ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;

    τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;
    2) лицо, личность, человек, персона;

    νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;

    υψηλό πρόσωπ

    высокопоставленная особа;

    ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;

    σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;

    επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;

    δυό πρόσωπα — два человека, двое;

    γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;

    3) лицевая сторона, фасад (здания);
    4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;

    κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;

    παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;

    5) лик (святого);
    6) грам, лицо;

    § εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;

    δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;

    δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;

    κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;

    του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;

    αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;

    ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόσωπο(ν)

  • 2 πρόσωπο(ν)

    τό
    1) лицо;

    ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;

    τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;
    2) лицо, личность, человек, персона;

    νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;

    υψηλό πρόσωπ

    высокопоставленная особа;

    ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;

    σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;

    επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;

    δυό πρόσωπα — два человека, двое;

    γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;

    3) лицевая сторона, фасад (здания);
    4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;

    κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;

    παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;

    5) лик (святого);
    6) грам, лицо;

    § εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;

    δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;

    δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;

    κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;

    του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;

    αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;

    ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόσωπο(ν)

  • 3 διακοσμητικός

    η, ό[ν]
    1) украшающий, декоративный; орнаментальный;

    διακοσμητικά φυτά — декоративные растения;

    2) бесполезный, ненужный;

    παίζω πρόσωπο διακοσμητικό — а) быть украшением (общества); — б) быть «свадебным генералом»;

    3) второстепенный, незначительный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διακοσμητικός

  • 4 σπουδαίος

    αία, ο[ν]
    1) важный, серьёзный; значительный;

    σπουδαία εφεύρεση — важное открытие;

    σπουδαίος νέος — серьёзный юноша;

    εξαιρετικά σπουδαίος — особо важный;

    παίζω σπουδαίο ρόλο — играть значительную роль;

    2) важный, важничающий;

    σπουδαίο πρόσωπο ирон. — важная шишка;

    κάνω το σπουδαίο — важничать;

    3) видный, выдающийся, замечательный;

    σπουδαίος πολιτικός — выдающийся политик;

    σπουδαίος στρατηγός — видный генерал;

    4) видный (о человеке);
    5) красивый, прекрасный;

    σπουδαίο υπόδημα — прекрасная обувь;

    6) порядочный, честный, добродетельный;

    § τό σπουδαίο είναι, ότι... — важно то, что...;

    σπουδαία τα λάχανα! — подумаешь, чепуха!, не бог весть что!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σπουδαίος

См. также в других словарях:

  • παίκτης — και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) [παίζω] πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι νεοελλ. 1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα 2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια αρχ. χορευτής ή παίκτης …   Dictionary of Greek

  • παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… …   Dictionary of Greek

  • δευτεριάζω — (Α) υποκρίνομαι δεύτερο πρόσωπο στο θέατρο, παίζω δεύτερο ρόλο …   Dictionary of Greek

  • υποτραγωδώ — έω, ΜΑ ενσαρκώνω δευτερεύον πρόσωπο σε τραγωδία (| αρχ. απαγγέλλω σαν να παίζω τραγωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τραγῳδῶ «παρουσιάζω τραγωδία, απαγγέλλω με τραγικό τόνο»] …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • ρόλος — ο (λ. γαλλ.) 1. κύλινδρος χαρτιού. 2. το μέρος ή το πρόσωπο το οποίο υποδύεται κάποιος σε θεατρικό έργο: Ήταν περίφημος στο ρόλο του Οιδίποδα. 3. «παίζω ρόλο» σε κάτι, σημαίνει έχω σημαντική επίδραση ή συμμετοχή σε κάτι: Στη νεότερη ελληνική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποκρίνομαι — υποκρίθηκα 1. μτβ. (ως ηθοποιός), παρασταίνω πρόσωπο στη θεατρική σκηνή, υποδύομαι, παίζω το ρόλο κάποιου προσώπου: Υποκρίνεται την Ιουλιέτα στην τραγωδία του Σαίκσπηρ. 2. προσποιούμαι, παίρνω ξένο ύφος, καμώνομαι: Υποκρίνεται το σπουδαίο. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»